- τυμβαύλης
- ὁ, Ααυτός που κατά τη διάρκεια τών κηδειών έπαιζε με τον αυλό του επιτύμβια άσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + -αύλης (< αὐλός), πρβλ. καλαμ-αύλης, χορ-αύλης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμβαῦλαι — τυμβαύλης one who plays the flute masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβαύλου — τυμβαύλης one who plays the flute masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμβαύλας — τυμβαύλᾱς , τυμβαύλης one who plays the flute masc acc pl τυμβαύλᾱς , τυμβαύλης one who plays the flute masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)